Η απαρίθμηση στον Ν. 4354/2015 των προσώπων που νομιμοποιούνται να αποκτήσουν τις απαιτήσεις που απορρέουν από δάνεια και πιστώσεις είναι περιοριστική, με συνέπεια η μεταβίβαση σε μη δικαιούμενο πρόσωπο να είναι απολύτως άκυρη κατά την ΑΚ 174. Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, σε μια τέτοια περίπτωση εκτός από την εκποιητική δικαιοπραξία της εκχώρησης πρέπει να θεωρηθεί εξαρχής άκυρη (επίσης με βάση την ΑΚ 174) και η υποσχετική δικαιοπραξία της πώλησης των απαιτήσεων σε μη δικαιούμενο να τις αποκτήσει πρόσωπο.
Δεν επικυρώνεται η υπό κρίσιν διάταξη του άρ. 42 παρ. 5 του Ν. 4557/2018, αφού δεν πρόκειται για «επείγουσα περίπτωση», ήτοι για περίπτωση κινδύνου απώλειας ιχνών, ούτε υφίστανται βάσιμες υπόνοιες για την παράνομη προέλευση των δεσμευθέντων, συνεπώς δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσής της. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση.
Ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου προς αποζημίωση ζημιωθέντος από αυτοκινητικό ατύχημα που προκλήθηκε από ανασφάλιστο αυτοκίνητο. Από την καταβολή της αποζημίωσης το Επικουρικό Κεφάλαιο υποκαθίσταται ex lege στην αξίωση του ζημιωθέντος έναντι του ζημιώσαντος ή του ασφαλιστή του. H ως άνω υποκατάσταση δεν αποκλείει νέα δίκη, μεταξύ πλέον του Επικουρικού Κεφαλαίου ως ενάγοντος και του ζημιώσαντος ως εναγομένου, ακόμα και αν η εκ του νόμου μεταβιβαζόμενη αξίωση έχει ήδη σε προγενέστερο χρονικό σημείο διαγνωστεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του αρχικού δανειστή-ζημιωθέντος (ως ενάγοντος) κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και του ζημιώσαντος (ως εις ολόκληρον συνοφειλετών-εναγομένων).
Οι διατάξεις των άρ. 88-89 πΠΚ που αναφέρονταν στους υπότροπους εγκληματίες καταργήθηκαν με τον νέο ΠΚ. Συναφώς, με την μεταβατική διάταξη του άρ. 463 παρ. 5 νΠΚ καταργήθηκαν οι διατάξεις των ειδικών νόμων με τις οποίες καθορίζονται συνέπειες που καταργούνται με τον νέο ΠΚ, το δε αποτέλεσμα της κατάργησης των διατάξεων των άρ. 88-89 πΠΚ εκτείνεται και στον Ν. 4139/2013 (άρ. 22 παρ. 2 περ. γ΄). Κρίνεται ότι η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο έχει τον χαρακτήρα πλημμελήματος (διακίνηση [κατοχή – πώληση] ναρκωτικών ουσιών από τοξικομανή κατ’ άρ. 30 παρ. 1, 4 περ. β΄, 5 του Ν. 4139/2013) και παραγγέλλεται η εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι δεν αναγνωρίζεται από την ΕΣΔΑ δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας προσώπων που, ενώ γνώριζαν την ταυτότητα του φερόμενου ως βιολογικού πατέρα, άσκησαν την σχετική αγωγή με μεγάλη καθυστέρηση. Οι αξιολογικές σταθμίσεις της ΕΣΔΑ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής έννομης τάξης και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την οριοθέτηση της κατ’ ΑΚ 33 διεθνούς δημόσιας τάξης. Η αναγνώριση με ισχύ δεδικασμένου στην Ελλάδα αλλοδαπής απόφασης, η οποία αντιβαίνει προς τις αξιολογικές σταθμίσεις της ΕΣΔΑ, θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις ηθικές, κοινωνικές και δικαιικές αντιλήψεις και θα διατάρασσε τον έννομο ρυθμό που κρατεί στη χώρα μας.
Στην μελέτη γίνεται δεκτή θέση ότι ενόψει της συνταγματικώς καθιερούμενης αρχής των χωριστών δικαιοδοσιών (άρθρο 94 παρ. 1 Σ), επί εκδόσεως αποφάσεως οργάνου της φορολογικής Διοίκησης ή διοικητικού δικαστηρίου που διαγιγνώσκει την παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου, τυχόν ποινική καταδίκη κατηγορουμένου για αδίκημα φοροδιαφυγής ή/και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή.
Οι ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα που τάσσουν αποσβεστική προθεσμία άσκησης του δικαιώματος αναγνώρισης της πατρότητας (όπως π.χ. το άρθρο 1483 παρ. 1 εδ. β΄ ΑΚ) απηχούν θεμελιώδεις αξίες της ελληνικής έννομης τάξης σχετικά με την περιφρούρηση του γάμου και της οικογένειας. Τυχόν απόφαση ελληνικού δικαστηρίου (σχετική με την αναγνώριση του δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης) που παραβλέπει ότι κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο η άσκηση του δικαιώματος για αναγνώριση της πατρότητας τέκνου υπόκειται σε εύλογα χρονικά όρια παραβιάζει την ελληνική δημόσια τάξη.
Κηρύσσεται αθώος α) ο πρώτος κατηγορούμενος για δωροδοκία βουλευτή και ηθική αυτουργία στην πράξη του δεύτερου κατηγορουμένου και β) ο δεύτερος για δωροληψία βουλευτή, καθόσον η πράξη έλαβε χώρα στο πλαίσιο της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου από τον δεύτερο κατηγορούμενο (υποβολή επίκαιρης ερώτησης σε Υπουργό), με συνέπεια να μην στοιχειοθετούνται αντικειμενικά τα αδικήματα των άρ. 235 και 236 ΠΚ λόγω μη υπαγωγής της ιδιότητας του βουλευτή σε εκείνη του υπαλλήλου, η δε υπό κρίσιν περίπτωση δεν εμπίπτει στην διάταξη του άρ. 159 παρ. 1 νΠΚ, αφού αυτή θεσπίσθηκε μετά την τέλεση της πράξης.