Απορρίπτεται η κρινόμενη έφεση του Εισαγγελέως Εφετών κατ’ αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, με την οποία δόθηκε γνωμοδότηση να μην εκτελεσθεί κατά του εκζητουμένου το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εξεδόθη εναντίον του από τις δικαστικές αρχές της Γερμανίας, προκειμένου να δικαστεί για “ιδιαιτέρως σοβαρή περίπτωση απάτης”, διετάχθη δε η άρση των επιβληθέντων στον εκζητούμενο περιοριστικών όρων, διότι οι πράξεις τελέσθηκαν εν μέρει στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, χωρίς να έχει έννομη επιρροή η μη άσκηση σχετικής ποινικής δίωξης εναντίον του εκζητουμένου στην Ελλάδα.
Η μελέτη διερευνά το περιθώριο εφαρμογής των διατάξεων για την τακτική και την έκτακτη χρησικτησία επί προσώπων που κατά την κτήση της νομής έχουν καταστεί κύριοι με παράγωγο τρόπο, εν συνεχεία όμως κινδυνεύουν να στερηθούν (μέσω της οδού του αδικαιολόγητου πλουτισμού) την κυριότητά τους λόγω της ανατροπής της ενοχικής δικαιοπραξίας που αποτελεί την αιτία της εκποίησης.
Διατάσσεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του εκκαλούντος-εκζητουμένου, υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος, μετά από ακρόασή του και εφόσον καταδικασθεί από γερμανικό δικαστήριο, θα διαμεταχθεί στην Ελλάδα για να εκτίσει όποια ποινή ή μέτρο ασφαλείας θα απαγγελθεί εις βάρος του, αφού απεδείχθη ότι είναι μόνιμος κάτοικος Ελλάδας επί είκοσι εννέα έτη. Απορρίπτεται ως αβάσιμο το αίτημα του εκζητουμένου για αναβολή της παράδοσής του στις γερμανικές αρχές, λόγω ύπαρξης ανεκτέλεστης εις βάρος του καταδικαστικής αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου για παράβαση του νόμου περί επιταγών, διότι η ποινική απαξία της ανωτέρω πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξης είναι σαφώς κατώτερη αυτής των κακουργηματικού χαρακτήρα πράξεων που του αποδίδονται με το ένδικο ένταλμα.
Σε περίπτωση παραμόρφωσης ή αναπηρίας ο παθών δικαιούται αποζημίωση και για τα εισοδήματα που θα απολέσει από την εργασία του. Η αποζημίωση αντιστοιχεί καθ’ ύψος στη μείωση της ικανότητας για εργασία, η οποία κρίνεται κάθε φορά in concreto. Δεν αποκλείεται ο παθών να θεωρηθεί ικανός για την άσκηση επαγγέλματος, μολονότι ιατρικώς του αναγνωρίζεται ορισμένο ποσοστό αναπηρίας.
Κηρύσσεται ένοχος για το αδίκημα της απειλής διάπραξης εγκλημάτων κατ’ εξακολούθησιν ο κατηγορούμενος, ο οποίος ανήρτησε δημοσιεύσεις στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, με την πρώτη από τις οποίες ανέφερε δημόσια μέσω διαδικτύου, με αφορμή τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας Covid-19, ότι «για αρχή έχει άγριους ξυλοδαρμούς μέχρι να καταλήξετε σε εντατικές» ότι «προτεραιότητα έχουν τέσσερεις υφυπουργοί και τρεις λοιμωξιολόγοι», ότι «θα πυροβοληθούν εν ψυχρώ στο κεφάλι κάποιοι ανώτατοι εισαγγελείς και ιερείς. […] Στη συνέχεια όλα τα μέλη της κυβέρνησης ένας-ένας», με την δε δεύτερη υπό τις ίδιες περιστάσεις ότι «έχουμε ήδη ενημερώσει την κυβέρνηση ότι θα πεθάνουν» και ότι «προσπαθήσαμε νομικά αλλά όλο το σύστημα εισαγγελίας είναι σάπιο, οπότε θα εκτελεστούν και αυτοί», με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί φόβος σε αόριστο αριθμό προσώπων που ανέγνωσαν τις ανωτέρω δημοσιεύσεις.
Το κεντρικό ερώτημα, γύρω από το οποίο διαρθρώνεται η μελέτη, εντοπίζεται στο κατά πόσο το αστικό δίκαιο, και ειδικότερα το δίκαιο της αστικής ευθύνης, διαθέτει την αναγκαία ευελιξία και επάρκεια προκειμένου να προσφέρει ικανοποιητικές λύσεις στο πεδίο της αποκατάστασης των ζημιών που προκαλούνται από τις αυτόνομες μηχανές. Αρχικά περιγράφονται σε αδρές γραμμές τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αυτόνομων μηχανών ως πηγών κινδύνου και τα ειδικότερα προβλήματα που αυτά συνεπάγονται στη θεμελίωση της ευθύνης. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται συνοπτικά οι πρόσφατες εξελίξεις σε ενωσιακό επίπεδο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των αναδυόμενων ψηφιακών τεχνολογιών στον τομέα της αστικής ευθύνης. Ακολούθως, εντοπίζονται διεξοδικά πιθανοί νόμιμοι λόγοι ευθύνης, τόσο στο πλαίσιο του ισχύοντος δικαίου (lege lata) όσο και σε επίπεδο νέων νομοθετικών πρωτοβουλιών (lege ferenda)